καπουτζής

καπουτζής
ο
(στην παλαιά Τουρκία)
1. ο φύλακας τής Πύλης
2. φρ. «καπουτζήμπασής» — τάξη θαλαμηπόλων τού σουλτάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kapici < kapi «θύρα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καπουντζής — ο ο καπουτζής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kapici < kapi «θύρα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”